- τσεβδίζω
- τσέβδισα, ψευδίζω, είμαι τσεβδός, τραυλίζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσεβδίζω — τσεβδίζω, τσέβδισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τσεβδίζω — Ν βλ. τσευβίζω … Dictionary of Greek
τσευδίζω — και τσεβδίζω Ν [τσευδός / τσεβδός] ψευδίζω … Dictionary of Greek
τσευδισμός — και τσεβδισμός, ο, Ν [τσευδίζω / τσεβδίζω] ψευδισμός … Dictionary of Greek
τσεύδισμα — και τσέβδισμα, το, Ν [τσευδίζω / τσεβδίζω] ψεύδισμα … Dictionary of Greek
τσευδίζω — βλ. τσεβδίζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)